- πινακιδίων
- πινακίδιονwriting-tabletneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυκτείον — (I) τὸ, Α [πυκτεύω] τόπος όπου αγωνίζονταν οι πυγμάχοι. (II) τὸ, Α [πυκτή] τόπος εναπόθεσης τών πινακιδίων … Dictionary of Greek
τιτλάρια — και δ. γρφ. τιλλάρια, τὰ, Α [τίτλος] 1. είδος πινακιδίων για γραφή 2. (στον τ. τιλλάρια) καλάμια για γραφή … Dictionary of Greek
βαγιώσιος — Η κατώτερη βαθμίδα της ιουράσιας ή δογγέριας περιόδου του μεσοζωικού ή δευτερογενή αιώνα. Χαρακτηρίζεται από διάφορα απολιθώματα κυρίως ωολιθικών ασβεστόλιθων, πινακιδίων κρινοειδών και κοραλλιών. Στην Ελλάδα, στρώματα της β. βρέθηκαν κυρίως στα… … Dictionary of Greek